- Κελτιστί
- Κελτιστίin the language of the Celtsindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κελτιστί — (Α) επίρρ. στη γλώσσα τών Κελτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κέλτης + επίρρ. κατάλ. ιστί (πρβλ. ελλην ιστί, λατιν ιστί] … Dictionary of Greek